Ένα σοβαρό ζήτημα με έντονες κοινωνικές προεκτάσεις.
Ένα σοβαρό ζήτημα με έντονες κοινωνικές προεκτάσεις βρίσκεται στο επίκεντρο συζητήσεων εκτελεστικής εξουσίας, εμπλεκομένων φορέων αλλά και θεσμών και αφορά την αναζήτηση ενός μοντέλου προστασίας της πρώτης κατοικίας, σε συνέχεια της επικείμενης τροποποίησης του « επονομαζόμενου Νόμου Κατσέλη ». Βασικός στόχος να μην προσφέρει ασυλία στους στρατηγικούς κακοπληρωτές, αλλά να προστατεύει τους κοινωνικά αδύναμους , χωρίς να υπονομεύει τη μακροπρόθεσμη λειτουργία του τραπεζικού συστήματος.
Η αναφορά στον «αποκλεισμό των στρατηγικών κακοπληρωτών», δεν μπορεί να αφορά μόνο στα όρια προστασίας, αλλά και στις διαδικασίες.
Είναι αληθές ότι οι σημερινές χρονοβόρες διαδικασίες του νόμου Κατσέλη, επιτρέπουν να «κρύβονται» στα πινάκια των δικαστηρίων αρκετοί «στρατηγικοί κακοπληρωτές», που υπολογίζεται ότι ανέρχονται σε ποσοστό 25% των στεγαστικών δανείων.
Επισημαίνεται μάλιστα ότι στον Νόμο Κατσέλη έχουν υπαχθεί κόκκινα στεγαστικά δάνεια ύψους 18 δισ. Ευρώ, το οποίο συνιστά ένα πολύ υψηλό μέγεθος εάν αναλογιστεί κανείς ότι το σύνολο των κόκκινων δανείων ανέρχονται στα 88 δισ. ευρώ, σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία.
Ειδικότερα σύμφωνα με στοιχεία του πρώτου εξαμήνου του 2018, μέχρι σήμερα έχουν εκδικασθεί περίπου 50.000 υποθέσεις, εκκρεμούν 157.146 αιτήσεις, 60 – 65% των υπαχθέντων στον Ν. 3869/2010 έχουν ρυθμισθεί με καταβολές εκ μέρους των δανειοληπτών, 30 – 35% έχουν απορριφθεί και μόλις 0,5% διεγράφη πλήρως.
Εξ άλλου σε ότι αφορά τα σημερινά εισοδηματικά και περιουσιακά κριτήρια υπενθυμίζεται ότι το ετήσιο οικογενειακό εισόδημα του οφειλέτη δεν υπερβαίνει τις εύλογες δαπάνες διαβίωσης προσαυξημένες κατά 70%, δηλαδή το οικογενειακό εισόδημα για ενήλικο θα πρέπει να είναι έως 13.906 ευρώ, για το ζευγάρι 23.659 ευρώ με προσαύξηση για το κάθε παιδί έως και το τρίτο 5.714 ευρώ.
Ευκταίο λοιπόν θα ήταν να παραταθεί το νομικό πλαίσιο ως έχει, υπό την προϋπόθεση όμως της « αυστηροποιήσεως » των κριτηρίων επιλογής, με σκοπό την προστασία των « ευπαθών κοινωνικών ομάδων ».
Περαιτέρω το πλαίσιο προστασίας θα πρέπει να αφορά μόνο στεγαστικά δάνεια και όχι επαγγελματικά για τα οποία έχει υποθηκευθεί η πρώτη κατοικία.
Μια άλλη πρόσφορη λύση θα αποτελούσε το μέτρο της επιδότησης των δόσεων στα στεγαστικά δάνεια, το οποίο θα βοηθούσε να «πρασινίσει» ένα τμήμα στεγαστικών δανείων με δημόσια χρήματα που έχουν ήδη προϋπολογιστεί. Επομένως η επίδραση ενός υβριδικού μέτρου θα μπορούσε να είναι ευνοϊκό για τον τραπεζικό κλάδο.
Βέβαια δεν πρέπει να παραγνωρίσει κανείς τον ηθικό ζήτημα που εμπεριέχουν τέτοια σχήματα, καθώς «υπονομεύουν» την κουλτούρα πληρωμών. Το τελικό αποτέλεσμα είναι να διακυβεύεται η επίτευξη των στόχων για μείωση των κόκκινων δανείων και η εξυγίανση του κλάδου, που αποτελεί ύψιστη προτεραιότητα για επιστροφή της ελληνικής οικονομίας στην κανονικότητα. Πέραν βέβαια της επιδοτήσεως μέρους της ρυθμισμένης δόσης, που θα καλείται να εξυπηρετεί ο δανειολήπτης, το «κλειδί» είναι η αναπροσαρμογή του δανείου, με κριτήρια τρέχουσας εμπορικής αξίας του ακινήτου, κάτι που ισοδυναμεί με «κούρεμα». Σημείο – κλειδί βέβαια θεωρείται η διαπραγμάτευση με τις τράπεζες για τον τρόπο με το οποίο θα γίνεται το «κούρεμα», όταν, για παράδειγμα, η αξία του ακινήτου είναι μεγαλύτερη από το υπόλοιπο του δανείου, το οποίο θα μπορούσε να επιλυθεί με την επιβολή ορίου αξίας ακινήτου για την υπαγωγή.
Τέλος ενδεχόμενη λύση για τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια θα μπορούσε να αποτελέσει η δημιουργία εταιρείας ειδικού σκοπού ( Asset Protection Scheme ) κάτι που είχε προτείνει η Ιταλία και έγινε αποδεκτό από την Κομισιόν και ειδικότερα η μεταφορά «κόκκινων» δανείων, ύψους 15 – 20 δισ ευρώ, στην εταιρία αυτή, που θα αναλάβει να εκδώσει ομόλογα, με εγγυήσεις του Δημοσίου που θα φτάσουν στα 5- 6 δισ ευρώ, καλύπτοντας το 30%.
Σε κάθε περίπτωση οι λύσεις θα πρέπει να ενσωματώνουν την υπάρχουσα εμπειρία από τον νόμο Κατσέλη, να αξιοποιούν τη διεθνή εμπειρία, να είναι συμβατές με την υπάρχουσα οικονομική και κοινωνική συγκυρία και να μην ενθαρρύνουν τη λογική των στρατηγικών κακοπληρωτών.
* Ο κ. Δημήτρης Βακαλόπουλος είναι Δικηγόρος, Υπ. Διδάκτωρ ΕΜΠ